μηλοκλόπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηλοκλόπος < αρχαία ελληνική μῆλ(ον) (πρόβατο) + -ο- + -κλόπος

Επίθετο[επεξεργασία]

μηλοκλόπος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]