μιλέτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιλέτ < (άμεσο δάνειο) τουρκική millet
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈlet/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐λέτ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιλέτ ουδέτερο άκλιτο
- (ιστορία) θεσμός κατά την οθωμανική αυτοκρατορία, σύμφωνα με τον οποίο θρησκευτικές κοινότητες είχαν αναγνώριση από την κεντρική εξουσία
- ※ Η αναγνώριση και αναδιοργάνωση των μιλέτ (millet), των θρησκευτικοπολιτικών οργανισμών των μη μουσουλμάνων, υπήρξε ένα από τα πιο αντιφατικά εγχειρήματα των μεταρρυθμιστών του Τανζιμάτ (Το ζήτημα των μιλέτ, ime.gr, 14/6/2000 [1])
- ※ η αξιοποίηση, επί παραδείγματι, θρησκευτικών θεσμών, όπως είναι το μιλέτ, προκειμένου να ισχυροποιηθεί ο έλεγχος της κεντρικής εξουσίας επί των πληθυσμών (Το μιλέτ και το έθνος, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008 [2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιλέτ
→ δείτε τη λέξη μιλέτι |
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)