μιουτάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιουτάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική mute + -άρω
Ρήμα[επεξεργασία]
μιουτάρω
- (νεολογισμός) σιγαίνω ήχο, νεκρώνω ήχο, σταματώ ήχο
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | μιουτάρω | μιούταρα | θα μιουτάρω | να μιουτάρω | μιουτάροντας | |
β' ενικ. | μιουτάρεις | μιούταρες | θα μιουτάρεις | να μιουτάρεις | μιούταρε | |
γ' ενικ. | μιουτάρει | μιούταρε | θα μιουτάρει | να μιουτάρει | ||
α' πληθ. | μιουτάρουμε | μιουτάραμε | θα μιουτάρουμε | να μιουτάρουμε | ||
β' πληθ. | μιουτάρετε | μιουτάρατε | θα μιουτάρετε | να μιουτάρετε | μιουτάρετε | |
γ' πληθ. | μιουτάρουν(ε) | μιούταραν μιουτάραν(ε) |
θα μιουτάρουν(ε) | να μιουτάρουν(ε) |