μιουτάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιουτάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική mute + -άρω

Ρήμα[επεξεργασία]

μιουτάρω

Κλίση[επεξεργασία]

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. μιουτάρω μιούταρα θα μιουτάρω να μιουτάρω μιουτάροντας
β' ενικ. μιουτάρεις μιούταρες θα μιουτάρεις να μιουτάρεις μιούταρε
γ' ενικ. μιουτάρει μιούταρε θα μιουτάρει να μιουτάρει
α' πληθ. μιουτάρουμε μιουτάραμε θα μιουτάρουμε να μιουτάρουμε
β' πληθ. μιουτάρετε μιουτάρατε θα μιουτάρετε να μιουτάρετε μιουτάρετε
γ' πληθ. μιουτάρουν(ε) μιούταραν
μιουτάραν(ε)
θα μιουτάρουν(ε) να μιουτάρουν(ε)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]