μολυνθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μολυνθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μολύνομαι
  2. θα μολυνθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μολύνομαι