μολύνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μολύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μολύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

μολύνομαι

→ δείτε τη λέξη μολύνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]