μονοοικῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοοικῶ < μόνος + οἰκῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

μονοοικῶ

  • ζω μόνος, στην κατοικια μου δεν ζουν άλλοι μαζί μου