μορμολύκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μορμολύκη < αρχαία ελληνική μορμολύκειον < μορμολύττομαι < Μορμώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μορμολύκη θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μορμολύκη
|