μπαχαρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαχαρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
μπαχαρίζω
- (γαστρονομία) βάζω μπαχαρικά σε φαγητό, καρυκεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαχαρίζω
|