μπεγιεντίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπεγιεντίζω < δάνειο από την (άμεσο δάνειο) τουρκική beğendi + -ίζω < beğenmek (αγαπώ, εκτιμώ)
Ρήμα[επεξεργασία]
μπεγιεντίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπεγιεντίζω
|