μπριζέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπριζέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική brisé (σπαστός, τεθλασμένος), για μουσική συγχορδία: σπαστή
Επίθετο[επεξεργασία]
μπριζέ άκλιτο
- (μουσική) γρήγορη σπαστή συγχορδία, ταχύτατη εκτέλεση των ήχων μιας συγχορδίας, διαδοχικά, σαν να ήταν αρπέζ, αλλά μέσα σε έναν χρόνο. Συνήθως σε μουσική για πληκτροφόρα, λαούτο, κιθάρα, και άλλα έγχορδα.
- σύμβολο: τεθλασμένη γραμμή πριν τη συγχορδία