μπρογκίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπρογκίδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπρογκίδι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, Ανατολική Θράκη) μεταλλικό έλασμα με το οποίο τεντωνόταν το ύφασμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.