τεντώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεντώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τεντώνω < τέντα < λατινική tenta, θηλυκό του tentus < tendo < πρωτοϊταλική *tendō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tenˈdo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ντώ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]τεντώνω, πρτ.: τέντωνα, στ.μέλλ.: θα τεντώσω, αόρ.: τέντωσα, παθ.φωνή: τεντώνομαι, π.αόρ.: τεντώθηκα, μτχ.π.π.: τεντωμένος
- (μεταβατικό)
- τραβώ κάτι έτσι, ώστε να έχει το μεγαλύτερο δυνατό μέγεθος
- ⮡ πρέπει να τεντώσεις το χέρι σου για να φτάσεις το πάνω ράφι
- απλώνω κάτι έτσι, ώστε να ισιώσει, ευθυγραμμιστεί
- ⮡ όλα τα ελατήρια όταν τα τεντώσεις χαλάνε
- (μεταβατικό) σφίγγω, κάνω κάτι να μην έχει ελαστικότητα
- τραβώ κάτι έτσι, ώστε να έχει το μεγαλύτερο δυνατό μέγεθος
- (αμετάβατο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τεντώνω | τέντωνα | θα τεντώνω | να τεντώνω | τεντώνοντας | |
β' ενικ. | τεντώνεις | τέντωνες | θα τεντώνεις | να τεντώνεις | τέντωνε | |
γ' ενικ. | τεντώνει | τέντωνε | θα τεντώνει | να τεντώνει | ||
α' πληθ. | τεντώνουμε | τεντώναμε | θα τεντώνουμε | να τεντώνουμε | ||
β' πληθ. | τεντώνετε | τεντώνατε | θα τεντώνετε | να τεντώνετε | τεντώνετε | |
γ' πληθ. | τεντώνουν(ε) | τέντωναν τεντώναν(ε) |
θα τεντώνουν(ε) | να τεντώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τέντωσα | θα τεντώσω | να τεντώσω | τεντώσει | ||
β' ενικ. | τέντωσες | θα τεντώσεις | να τεντώσεις | τέντωσε | ||
γ' ενικ. | τέντωσε | θα τεντώσει | να τεντώσει | |||
α' πληθ. | τεντώσαμε | θα τεντώσουμε | να τεντώσουμε | |||
β' πληθ. | τεντώσατε | θα τεντώσετε | να τεντώσετε | τεντώστε | ||
γ' πληθ. | τέντωσαν τεντώσαν(ε) |
θα τεντώσουν(ε) | να τεντώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τεντώσει | είχα τεντώσει | θα έχω τεντώσει | να έχω τεντώσει | ||
β' ενικ. | έχεις τεντώσει | είχες τεντώσει | θα έχεις τεντώσει | να έχεις τεντώσει | ||
γ' ενικ. | έχει τεντώσει | είχε τεντώσει | θα έχει τεντώσει | να έχει τεντώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τεντώσει | είχαμε τεντώσει | θα έχουμε τεντώσει | να έχουμε τεντώσει | ||
β' πληθ. | έχετε τεντώσει | είχατε τεντώσει | θα έχετε τεντώσει | να έχετε τεντώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τεντώσει | είχαν τεντώσει | θα έχουν τεντώσει | να έχουν τεντώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τεντώνομαι | τεντωνόμουν(α) | θα τεντώνομαι | να τεντώνομαι | ||
β' ενικ. | τεντώνεσαι | τεντωνόσουν(α) | θα τεντώνεσαι | να τεντώνεσαι | ||
γ' ενικ. | τεντώνεται | τεντωνόταν(ε) | θα τεντώνεται | να τεντώνεται | ||
α' πληθ. | τεντωνόμαστε | τεντωνόμαστε τεντωνόμασταν |
θα τεντωνόμαστε | να τεντωνόμαστε | ||
β' πληθ. | τεντώνεστε | τεντωνόσαστε τεντωνόσασταν |
θα τεντώνεστε | να τεντώνεστε | (τεντώνεστε) | |
γ' πληθ. | τεντώνονται | τεντώνονταν τεντωνόντουσαν |
θα τεντώνονται | να τεντώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τεντώθηκα | θα τεντωθώ | να τεντωθώ | τεντωθεί | ||
β' ενικ. | τεντώθηκες | θα τεντωθείς | να τεντωθείς | τεντώσου | ||
γ' ενικ. | τεντώθηκε | θα τεντωθεί | να τεντωθεί | |||
α' πληθ. | τεντωθήκαμε | θα τεντωθούμε | να τεντωθούμε | |||
β' πληθ. | τεντωθήκατε | θα τεντωθείτε | να τεντωθείτε | τεντωθείτε | ||
γ' πληθ. | τεντώθηκαν τεντωθήκαν(ε) |
θα τεντωθούν(ε) | να τεντωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τεντωθεί | είχα τεντωθεί | θα έχω τεντωθεί | να έχω τεντωθεί | τεντωμένος | |
β' ενικ. | έχεις τεντωθεί | είχες τεντωθεί | θα έχεις τεντωθεί | να έχεις τεντωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τεντωθεί | είχε τεντωθεί | θα έχει τεντωθεί | να έχει τεντωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τεντωθεί | είχαμε τεντωθεί | θα έχουμε τεντωθεί | να έχουμε τεντωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τεντωθεί | είχατε τεντωθεί | θα έχετε τεντωθεί | να έχετε τεντωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τεντωθεί | είχαν τεντωθεί | θα έχουν τεντωθεί | να έχουν τεντωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τεντωμένος - είμαστε, είστε, είναι τεντωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τεντωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τεντωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τεντωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τεντωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τεντωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τεντωμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τεντώνω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)