μπροκάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπροκάρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική brocart[1]
μποκάρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπροκάρ ουδέτερο άκλιτο

  • βαρύ ύφασμα, πλούσια διακοσμημένο, συχνά με μετάξι και με χρυσά ή ασημένια κεντήματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]