μύγα τσε τσε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μύγα τσε τσε θηλυκό
- (έντομο) μεγαλόσωμη μύγα του γένους Γλωσσίνα (Glossina) που απομυζά το αίμα σπονδυλωτών ζώων και προκαλεί την ασθένεια του ύπνου. Τη συναντάμε κυρίως στην Αφρική.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μύγα τσε τσε