νέκυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νέκυς, γενική: νέκυος, αρσενικό

  1. ο νεκρός
  2. (στον πληθυντικό) οι ψυχές των νεκρών
    νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα (Οδύσσεια λ 29)
  3. (ως επίθετο) νεκρός
    ἐχθρὸν νέκυν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883