νανάκια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νανάκια < υποκοριστικό του νάνι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νανάκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (οικείο) ο ύπνος (χρησιμοποιείται συνήθως όταν απευθυνόμαστε σε νήπια)
    πάμε για νανάκια;

Μεταφράσεις[επεξεργασία]