ναυτίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναυτίς θηλυκό του ναύτης
- (ναυτικός όρος) γυναίκα μέλος του πληρώματος πλοίου (Θεόπομπος ο Αθηναίος (Theopompus Comicus) Θεόπομπος Κωμικός, 79)
Πηγές[επεξεργασία]
- ναυτίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.