νικάμπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Γυναίκα στη Συρία που φορά νικάμπ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νικάμπ < αγγλική niqab < αραβική نقاب (niqāb) < ρίζα ن ق ب ‎(n-q-b)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /niˈkab/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νικάμπ ουδέτερο άκλιτο

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]