νοσφισθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

νοσφισθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νοσφίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοσφίζομαι
  3. θα νοσφισθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοσφίζομαι