ντεζαβού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντεζαβού < (λόγιο δάνειο) γαλλική déjà-vu
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντεζαβού ουδέτερο, άκλιτο
- (λαϊκό) άλλη μορφή του ντεζά βι
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)