ντερσέκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντερσέκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) γωνία
- ※ Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ο Μπαταριάς, (απόσπασμα), ※ @ebooks.edu.gr
- Κι ενώ τους έλεγεν αυτά, κι οι γύρω παρωρίτες,
σα σ' υπνοφαντασιά,
παίρναν το δρόμο του γιαλού, οι απανωπαζαρίτες,
κι οι κάτω τα ντερσέκια τα στενά,
μέσα στ' ανάφλογο το φως, άρχιζαν κι οι καμπάνες,
- Κι ενώ τους έλεγεν αυτά, κι οι γύρω παρωρίτες,
- ※ Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ο Μπαταριάς, (απόσπασμα), ※ @ebooks.edu.gr
Πηγές[επεξεργασία]
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.232.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχολικά βιβλία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)