ντοκιμαντέρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντοκιμαντέρια: εξελληνισμένος λαϊκός τύπος πληθυντικού + -ια, πληθυντικού της κατάληξης ουδετέρου -ι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ντοκιμαντέρια ουδέτερο
- (λαϊκότροπο ή ειρωνικό) πληθυντικός αριθμός του ντοκιμαντέρ
- είδα πολλά ντοκιμαντέρια και δεν αντέχω άλλο (από το διαδίκτυο, 2021)