ντον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντον αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: δόνα & ντόνα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]