ντορής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντορής < (άμεσο δάνειο) τουρκική doru
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντορής αρσενικό
- όμορφο άλογο με κοκκινωπό τρίχωμα
Δείτε επίσης : Ντορής |
ντορής αρσενικό