νυμφεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυμφεύομαι < νύμφη + -ομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

νυμφεύομαι

  • αποκτώ νύμφη, παντρεύομαι, για άνδρες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]