ξαναβλέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναβλέπω < ξανά + βλέπω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναβλέπω

  1. κοιτάζω κάτι για δεύτερη φορά, εκ νέου
  2. συναντώ κάποιον ξανά
    τον ξαναείδα τις προάλλες, να έβλεπες πώς έχει αλλάξει!

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]