ξανθήγορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξανθήγορος: διόρθωση χειρογράφου «ξανθογήρου» σε «ξανθηγόρου»[1] < ξανθ- + αρχαία ελληνική -ήγορος → δείτε τις λέξεις ἀγορά και ἀγορεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξανθήγορος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ξανθός
Αναφορές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ξανθήγορος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].