ξεζαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεζαλίζω < ξε- στερητικό + ζαλίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεζαλίζω, πρτ.: ξεζάλιζα, στ.μέλλ.: θα ξεζαλίσω, αόρ.: ξεζάλισα, παθ.φωνή: ξεζαλίζομαι, μτχ.π.π.: ξεζαλισμένος

  1. (μεταβατικό) διώχνω τη ζάλη από κάποιον
  2. (μέσης διάθεσης) ξεζαλίζομαι: μου φεύγει η ζάλη, ξεκαθαρίζει το μυαλό μου

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]