ξεκλέβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκλέβω < (ξε- + κλέβω) αρχαία ελληνική ἐκκλέπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεκλέβω

την άλλη βδομάδα ελπίζω να μπορέσω να ξεκλέψω λίγο χρόνο και να συναντηθούμε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]