ξελακκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξελακκώνω < ξε- + λάκκ(ος) + κατάληξη -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξελακκώνω

  • σκάβω ένα λάκκο γύρω από τη ρίζα ενός φυτού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]