ξεματιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεματιάζω
- εκτελώ όλες τις ενέργειες (σταυρώνω, λέω μια μυστική ευχή κ.λπ.) που πιστεύεται ότι απαιτούνται για να απαλλάξω κάποιον από το μάτιασμα, τη βασκανία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεματιάζω | ξεμάτιαζα | θα ξεματιάζω | να ξεματιάζω | ξεματιάζοντας | |
β' ενικ. | ξεματιάζεις | ξεμάτιαζες | θα ξεματιάζεις | να ξεματιάζεις | ξεμάτιαζε | |
γ' ενικ. | ξεματιάζει | ξεμάτιαζε | θα ξεματιάζει | να ξεματιάζει | ||
α' πληθ. | ξεματιάζουμε | ξεματιάζαμε | θα ξεματιάζουμε | να ξεματιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεματιάζετε | ξεματιάζατε | θα ξεματιάζετε | να ξεματιάζετε | ξεματιάζετε | |
γ' πληθ. | ξεματιάζουν(ε) | ξεμάτιαζαν ξεματιάζαν(ε) |
θα ξεματιάζουν(ε) | να ξεματιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμάτιασα | θα ξεματιάσω | να ξεματιάσω | ξεματιάσει | ||
β' ενικ. | ξεμάτιασες | θα ξεματιάσεις | να ξεματιάσεις | ξεμάτιασε | ||
γ' ενικ. | ξεμάτιασε | θα ξεματιάσει | να ξεματιάσει | |||
α' πληθ. | ξεματιάσαμε | θα ξεματιάσουμε | να ξεματιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεματιάσατε | θα ξεματιάσετε | να ξεματιάσετε | ξεματιάστε | ||
γ' πληθ. | ξεμάτιασαν ξεματιάσαν(ε) |
θα ξεματιάσουν(ε) | να ξεματιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεματιάσει | είχα ξεματιάσει | θα έχω ξεματιάσει | να έχω ξεματιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεματιάσει | είχες ξεματιάσει | θα έχεις ξεματιάσει | να έχεις ξεματιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεματιάσει | είχε ξεματιάσει | θα έχει ξεματιάσει | να έχει ξεματιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεματιάσει | είχαμε ξεματιάσει | θα έχουμε ξεματιάσει | να έχουμε ξεματιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεματιάσει | είχατε ξεματιάσει | θα έχετε ξεματιάσει | να έχετε ξεματιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεματιάσει | είχαν ξεματιάσει | θα έχουν ξεματιάσει | να έχουν ξεματιάσει |
|