ξεματιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεματιάζω < ξε- + ματιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεματιάζω

  • εκτελώ όλες τις ενέργειες (σταυρώνω, λέω μια μυστική ευχή κ.λπ.) που πιστεύεται ότι απαιτούνται για να απαλλάξω κάποιον από το μάτιασμα, τη βασκανία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]