ξενοπλένω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενοπλένω < ξένο και πλένω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξενοπλένω

  1. εργάζομαι ως πλύστρα
  2. αναγκάζομαι να πλένω τα ρούχα ξένων νοικοκυριών για να στηρίξω την οικογένειά μου ή γενικά για να επιβιώσω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]