ξεπουλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεπουλώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεπουλῶ → και δείτε τη λέξη ξεπουλάω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kse.puˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐που‐λώ
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεπουλώ
- λιγότερο συχνή μορφή του ξεπουλάω