ξεσκοτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσκοτίζω < ξε και σκοτίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεσκοτίζω

  1. διώχνω τις σκοτούρες
    Ευτυχώς ήρθαν τα παιδιά με το εγγόνι και ο μικρός με ξεσκότισε στη στιγμή
  2. παθητικό: ξεσκοτίζομαι: νιώθω ανακούφιση που φεύγει από την ψυχή μου το βάρος από τις έγνοιες
    Θα πάω να δω τα φιλαράκια μου μπας και ξεσκοτιστώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]