ξετρυπάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξετρυπάω < λείπει η ετυμολογία

ξετρυπάω, στ.μέλλ.: θα ξετρυπήσω, αόρ.: ξετρύπησα, μτχ.π.π.: ξετρυπημένος

  • (οικείο) τρυπάω μέχρι το πίσω μέρος της επιφάνειας, τρυπάω πέρα για πέρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]