ξόανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξόανο < αρχαία ελληνική ξόανον < ξέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξόανο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξόανο
|
ξόανο ουδέτερο
|