οδοιπορικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οδοιπορικώς < οδοιπορικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
οδοιπορικώς
- με οδοιπορία, περπατώντας στο δρόμο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- οδοιπορικώς, μαρς!: στρατιωτικό παράγγελμα, για να βαδίσει μια φάλαγγα με χαλαρό, μη στρατιωτικό βηματισμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οδοιπορικώς
|