ονειροτόκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ονειροτόκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀνειροτόκος
Επίθετο[επεξεργασία]
ονειροτόκος
- (λογοτεχνικό) που προκαλεί όνειρα, που παράγει όνειρα
- ※ ⌘ Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, 1959, Το Δοξαστικόν, στιχ 81-84
- Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή,
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη
Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα
- Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή,
- ※ ⌘ Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, 1959, Το Δοξαστικόν, στιχ 81-84
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ονειροτόκος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ονειροτόκος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)