οπισθοπορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπισθοπορώ < ελληνιστική κοινή ὀπισθοπόρος + -ώ
Ρήμα[επεξεργασία]
οπισθοπορώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπισθοπορώ
|