οφέτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οφέτος < εφέτος < επί + έτος (αυτό το έτος που διανύουμε)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈfe.tos/

Επίρρημα[επεξεργασία]

οφέτος