οψιδιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οψιδιανός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.psi.ði.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ψι‐δι‐α‐νός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οψιδιανός αρσενικό ή οψιανός
- → δείτε τη λέξη οψιανός