οψόμεθα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οψόμεθα < αρχαία ελληνική ὀψόμεθα < ὄψομαι, μέλλοντας του ρήματος ὁρῶ

Έκφραση[επεξεργασία]

οψόμεθα

  1. θα δούμε, θα δείξει
    • θα μάθουμε στο μέλλον το αποτέλεσμα
    • κάποια στιγμή θα ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]