ούτε ψύλλος στον κόρφο μου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ούτε ψύλλος στον κόρφο μου < ούτε + ψύλλος + στον + κόρφο + μου

Έκφραση[επεξεργασία]

ούτε ψύλλος στον κόρφο μου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]