πάω κατά διαόλου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάω κατά διαόλου < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση[επεξεργασία]
πάω κατά διαόλου
- αποτυγχάνω, εξελίσσομαι αρνητικά, πάω από το κακό στο χειρότερο
- έχασε τη δουλειά του και τα οικονομικά του πάνε κατά διαόλου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάω κατά διαόλου