πάω περίπατο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάω περίπατο < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση[επεξεργασία]

πάω περίπατο

  1. (ειρωνικό) (για πράγματα, καταστάσεις κλπ) χάνομαι ή καταστρέφομαι οριστικά, εξαφανίζομαι
    τώρ,α με αυτήν την κρίση, πάνε περίπατο οι διακοπές στις Μπαχάμες που κανονίζαμε
    μόλις βολεύτηκε στη νέα του θέση πήγαν περίπατο και οι ιδέες, και οι φιλίες και όλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]