πέντολο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέντολο < ιταλική pendolo (εκκρεμές) ή pendola (ρολόι τοίχου με εκκρεμές) < λατινική pendulus < pendere
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpen.do.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐ντο‐λο
- παρώνυμο: πέντουλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέντολο ουδέτερο
- (λογοτεχνικό, εξαιρετικά σπάνιο) εκκρεμές (ρολόι τοίχου, επιτραπέζιο ή επιδαπέδιο)[1]
- ※ Άνεμος διαβατάρικος χαλά τις γρίλλιες. | Το πέντολο στις τρεις σημαίνει απ' το σκοτάδι.
- Τέλλος Άγρας, «Η γραφή η μυστική» [Νέα Εστία, τχ. 233, 1936], στο: Γεώργιος Θέμελης (επιμ.), Νεοέλληνες λυρικοί [= Βασική Βιβλιοθήκη, αρ. 29] (Αθήνα: Αετός, 1954), σ. 253.
- ※ Άνεμος διαβατάρικος χαλά τις γρίλλιες. | Το πέντολο στις τρεις σημαίνει απ' το σκοτάδι.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Δείχνει χωρίς χρήση, μάλλον λεξιπλασία του λυρικού ποιητή Τέλλου Άγρα (1899–1944). Στο ποίημά του «Ένα κορίτσι γράφει» (Νέα Εστία, τχ. 391, 1943) η λέξη χρησιμοποιείται με τη σημασία των βαριδίων που φέρουν συχνά τα ρολόγια με εκκρεμές: Ήμουν να πάω· δεν έφυγα. | Σταμάτησα. Σαν τα ζυγά, | σαν το ρολόϊ με τα χρυσά | τα πέντολα, σταμάτησα (βλ. Θέμελης [επιμ.], ό.π., σ. 273).
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πέντολο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Βλ. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989), σ. 580 και Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998).
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)