πέντολο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Επιδαπέδιο ρολόι με εκκρεμές και βαρίδια.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέντολο < ιταλική pendolo (εκκρεμές) ή pendola (ρολόι τοίχου με εκκρεμές) < λατινική pendulus < pendere

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpen.do.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐ντο‐λο
παρώνυμο: πέντουλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πέντολο ουδέτερο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Δείχνει χωρίς χρήση, μάλλον λεξιπλασία του λυρικού ποιητή Τέλλου Άγρα (1899–1944). Στο ποίημά του «Ένα κορίτσι γράφει» (Νέα Εστία, τχ. 391, 1943) η λέξη χρησιμοποιείται με τη σημασία των βαριδίων που φέρουν συχνά τα ρολόγια με εκκρεμές: Ήμουν να πάω· δεν έφυγα. | Σταμάτησα. Σαν τα ζυγά, | σαν το ρολόϊ με τα χρυσά | τα πέντολα, σταμάτησα (βλ. Θέμελης [επιμ.], ό.π., σ. 273).

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Βλ. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989), σ. 580 και Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998).