παγκουί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]παγκουί
- (αργκό) μετρητά
- ※ Αυτά που έκαναν για τον Γιουσούφ πληρώνονταν αμέσως παγκουί ([2] Στοκχόλμη, Jens Lapidus, Εκδόσεις Μεταίχμιο)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγκουί
|