πανοικεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανοικεί < πᾶν + οἶκ(ος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίρρημα[επεξεργασία]
πανοικεί
- άλλη μορφή του πανοικί και του πανοικίᾳ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- και καθαρεύουσα
- ※ Μετ' ολίγας δε ημέρας, τυχόντες πλοίον διά τον κόλπον του Ναυπλίου, απεχαιρετήσαμεν την φιλόξενον νήσον και ανεχωρήσαμεν πανοικεί. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Πηγές[επεξεργασία]
- πανοικί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.