πανοικεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανοικεί < πᾶν + οἶκ(ος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίρρημα[επεξεργασία]

πανοικεί

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • και καθαρεύουσα
    ※  Μετ' ολίγας δε ημέρας, τυχόντες πλοίον διά τον κόλπον του Ναυπλίου, απεχαιρετήσαμεν την φιλόξενον νήσον και ανεχωρήσαμεν πανοικεί. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)

Πηγές[επεξεργασία]