παντρέψεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παντρέψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παντρεύω
- θα παντρέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παντρεύω