παντρευτεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παντρευτῇ, Παντρευτή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παντρευτεί

  1. (να, ας, αν, ίσως κ.λπ.) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παντρεύομαι
  2. θα παντρευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παντρεύομαι

Άλλες γραφές[επεξεργασία]